- ῥύτρος
- ῥύτροςglobe-thistleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρύτρος — ους και εος, τὸ, Α είδος αγκαθωτού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
ροιά — η / ῥοιά, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοιή και ῥόα και ῥοά και ῥοή Α λόγια ονομασία τής ροδιάς νεοελλ. 1. εκρηκτικό βλήμα, παλαιός τύπος χειροβομβίδας που είχε σχήμα ροδιού 2. φρ. «ροιά φλογοβόλος» διακοσμητική αναπαράσταση τού βλήματος με φλόγα να βγαίνει… … Dictionary of Greek